- χνοάζων
- χνοάζωget the first downpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λευκανθής — ές (AM λευκανθής, ές) (για φυτό) αυτός που έχει λευκά άνθη αρχ. μτφ. λευκός («χνοάζων ἄρτι λευκανθὲς κάρα», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ανθής (< ἄνθός), πρβλ. μελ ανθής, φιλ ανθής] … Dictionary of Greek
χνοάζω — Α [χνόος /χνοῡς] 1. (για νέο) αρχίζουν να φαίνονται στο πρόσωπό μου οι πρώτες τρίχες, αποκτώ χνούδι, χνουδιάζω («ἡβῶντας καὶ ἰούλῳ τῷ πρώτῳ χνοάζοντας», Ιμέρ.) 2. φρ. «χνοάζων ἄρτι λευκανθὲς κάρα» μόλις άρχισαν να ασπρίζουν τα μαλλιά του (Σοφ.) … Dictionary of Greek